Σχέση με την τεχνολογική και υπολογιστική εξέλιξη
Η ανάπτυξη των ψηφιακών παιχνιδιών σηματοδοτήθηκε από τη δημιουργία των πρώτων υπολογιστικών συστημάτων στα μέσα του προηγούμενου αιώνα περίπου. Από τα πρώτα στάδια ανάπτυξης των υπολογιστικών συστημάτων, άνθρωποι με μεράκι και φαντασία προσπάθησαν να αξιοποιήσουν τις εκάστοτε ισχύουσες υπολογιστικές δυνατότητες με σκοπό να χρησιμοποιήσουν τα νέα μέσα για ψυχαγωγικούς λόγους.
Ας μην παραβλέπουμε το γεγονός ότι η συγκεκριμένη βιομηχανία με το γενικό τίτλο «βιομηχανία του θεάματος» προσπαθεί συνεχώς να ανακαλύψει νέες μεθόδους και να χρησιμοποιήσει κάθε νέο μέσο με στόχο να προσφέρει ψυχαγωγία στους ανθρώπους.
Μέσα σε αυτό το ισχύον πλαίσιο δημιουργήθηκαν και συνεχίζουν να αναπτύσσονται τα ψηφιακά παιχνίδια. Ιδιαίτερα, όσον αφορά τα παιχνίδια για υπολογιστές, μπορούμε να ανακαλύψουμε την αρχή τους στην προσπάθεια της Apple και της IBM να προωθήσουν τα υπολογιστικά τους συστήματα στις αρχές της δεκαετίας του 1980 με την παροχή και υποστήριξη από αυτά ψυχαγωγικών τίτλων, δίνοντάς τους μία επιπλέον διάσταση από εκείνη του απλού σταθμού εργασίας (“workstation”) που προορίζεται αποκλειστικά για την επιτέλεση εργασιακών καθηκόντων.
Η ηλεκτρονική ψυχαγωγία, επομένως, ξεκίνησε από ανάγκες της αγοράς και το ψηφιακό παιχνίδι ήταν το απαραίτητο και αναπόσπαστο συνοδευτικό υλικό των νέων τότε τεχνολογικών προϊόντων. Και παράλληλα με την εξέλιξη των προϊόντων αυτών, εξελισσόταν και το ψηφιακό παιχνίδι.
Παρατηρώντας για μία ακόμα φορά το χρονολογικό πίνακα, θα παρατηρήσει εύκολα κάποιος πως ανάλογα με την εξέλιξη της εκάστοτε υπολογιστικής πλατφόρμας εξελισσόταν και η μορφή των ψηφιακών παιχνιδιών.
Έτσι, το 1961 που τα μεγάλα υπολογιστικά συστήματα (“mainframes”) δεν υποστήριζαν γραφικά, η πρώτη προσπάθεια δημιουργίας ψηφιακού παιχνιδιού από τον Steve Russel βασίστηκε στο λεγόμενο κώδικα ASCII, με χρήση των χαρακτήρων του οποίου ο Russel κατασκεύασε το περιβάλλον και τους πρωταγωνιστές του παιχνιδιού του.
Η ανακάλυψη των μνημών ROM (“Read Only Memory”), η εκμετάλλευση των αποθηκευτικών μέσων για την αποθήκευση και τη μεταφορά των δεδομένων, η κατασκευή ειδικών μέσων για τη διακίνηση των παιχνιδιών (“cartridges”), η βελτίωση των καρτών γραφικών και η εξέλιξη των επεξεργαστών έδωσαν στους δημιουργούς τα απαραίτητα μέσα για να αναπτύξουν και να βελτιώσουν τα παιχνίδια τους σε τέτοιο σημείο, ώστε οι απαιτήσεις των σύγχρονων παιχνιδιών σε υπολογιστική ισχύ να μη συμβαδίζει με την υπάρχουσα υπολογιστική τεχνολογία, αλλά να απαιτεί την τεχνολογία της επόμενης γενιάς, δίνοντας με αυτό τον τρόπο ώθηση για περαιτέρω ανάπτυξη των υλικών (“hardware”).
Ας μην παραβλέπουμε το γεγονός ότι η συγκεκριμένη βιομηχανία με το γενικό τίτλο «βιομηχανία του θεάματος» προσπαθεί συνεχώς να ανακαλύψει νέες μεθόδους και να χρησιμοποιήσει κάθε νέο μέσο με στόχο να προσφέρει ψυχαγωγία στους ανθρώπους.
Μέσα σε αυτό το ισχύον πλαίσιο δημιουργήθηκαν και συνεχίζουν να αναπτύσσονται τα ψηφιακά παιχνίδια. Ιδιαίτερα, όσον αφορά τα παιχνίδια για υπολογιστές, μπορούμε να ανακαλύψουμε την αρχή τους στην προσπάθεια της Apple και της IBM να προωθήσουν τα υπολογιστικά τους συστήματα στις αρχές της δεκαετίας του 1980 με την παροχή και υποστήριξη από αυτά ψυχαγωγικών τίτλων, δίνοντάς τους μία επιπλέον διάσταση από εκείνη του απλού σταθμού εργασίας (“workstation”) που προορίζεται αποκλειστικά για την επιτέλεση εργασιακών καθηκόντων.
Η ηλεκτρονική ψυχαγωγία, επομένως, ξεκίνησε από ανάγκες της αγοράς και το ψηφιακό παιχνίδι ήταν το απαραίτητο και αναπόσπαστο συνοδευτικό υλικό των νέων τότε τεχνολογικών προϊόντων. Και παράλληλα με την εξέλιξη των προϊόντων αυτών, εξελισσόταν και το ψηφιακό παιχνίδι.
Παρατηρώντας για μία ακόμα φορά το χρονολογικό πίνακα, θα παρατηρήσει εύκολα κάποιος πως ανάλογα με την εξέλιξη της εκάστοτε υπολογιστικής πλατφόρμας εξελισσόταν και η μορφή των ψηφιακών παιχνιδιών.
Έτσι, το 1961 που τα μεγάλα υπολογιστικά συστήματα (“mainframes”) δεν υποστήριζαν γραφικά, η πρώτη προσπάθεια δημιουργίας ψηφιακού παιχνιδιού από τον Steve Russel βασίστηκε στο λεγόμενο κώδικα ASCII, με χρήση των χαρακτήρων του οποίου ο Russel κατασκεύασε το περιβάλλον και τους πρωταγωνιστές του παιχνιδιού του.
Η ανακάλυψη των μνημών ROM (“Read Only Memory”), η εκμετάλλευση των αποθηκευτικών μέσων για την αποθήκευση και τη μεταφορά των δεδομένων, η κατασκευή ειδικών μέσων για τη διακίνηση των παιχνιδιών (“cartridges”), η βελτίωση των καρτών γραφικών και η εξέλιξη των επεξεργαστών έδωσαν στους δημιουργούς τα απαραίτητα μέσα για να αναπτύξουν και να βελτιώσουν τα παιχνίδια τους σε τέτοιο σημείο, ώστε οι απαιτήσεις των σύγχρονων παιχνιδιών σε υπολογιστική ισχύ να μη συμβαδίζει με την υπάρχουσα υπολογιστική τεχνολογία, αλλά να απαιτεί την τεχνολογία της επόμενης γενιάς, δίνοντας με αυτό τον τρόπο ώθηση για περαιτέρω ανάπτυξη των υλικών (“hardware”).