Η παιδαγωγική αξία του συμβατικού (όχι ψηφιακού) παιχνιδιού
Η εξέλιξη της διαδικασίας του παιχνιδιού προς το συμβολικό παιχνίδι συμβαδίζει συνήθως με την εξέλιξη της γλωσσικής ικανότητας του παιδιού. Η φαντασία, η μίμηση, το συμβολικό παιχνίδι και η γλώσσα είναι οι μέθοδοι μιας διαδικασίας την οποία ακολουθεί το παιδί όταν αρχίζει να χρησιμοποιεί τα σύμβολα. Αυτός είναι και ο δρόμος που το παιδί πετυχαίνει τη μετάβαση από το συγκεκριμένο στο αφηρημένο. Το συμβολικό παιχνίδι επιτελεί και διαγνωστική - θεραπευτική λειτουργία, ενώ είναι εξαιρετικής σπουδαιότητας εργαλείο για παιδιά που έχουν γλωσσικά προβλήματα.
Ο Bruner (1972) σημειώνει ότι τα παιχνίδια υποστηρίζουν τη γνωστική εξέλιξη των παιδιών, καλλιεργώντας τη δημιουργικότητα και βοηθώντας στην επίλυση προβλημάτων. Ο Freud (1924) πρόταξε τη θεραπευτική αξία του παιχνιδιού προσδιορίζοντας μέσα από τη θεωρία του για το συμβολικό παιχνίδι ότι αποτελεί έκφραση του εγώ του παιδιού, μέσω του οποίου επαναλαμβάνει ανώδυνα παρελθούσες τραυματικές εμπειρίες επιτρέποντας στον εαυτό του να αισθανθεί κυρίαρχος του συμβάντος.
Την αναπτυξιακή σπουδαιότητα του παιχνιδιού υπογραμμίζει και ο Debesse (1970), τονίζοντας ιδιαίτερα τη συμβολή του παιχνιδιού στην ανάπτυξη των αισθήσεων, της δεξιοτεχνίας του χεριού και των λοιπών κινητικών ικανοτήτων, οι οποίες συμβάλλουν και στη γλωσσική ανάπτυξη. Σύμφωνα με τον Slavin (1998) το παιχνίδι προετοιμάζει τα παιδιά για τον κόσμο των ενηλίκων, έτσι η σημασία του είναι τεράστια αφού μέσα από το παιχνίδι το παιδί εξασκείται σε βασικές ικανότητες επιβίωσης όπως η διαπραγμάτευση και ο συμβιβασμός.
Για τον Huizinga (1955) το παιχνίδι είναι η ρίζα όλων των εκδηλώσεων του ανθρώπου (πολιτισμός, θρησκεία), ενώ για τον Caillois (1958), το παιχνίδι προέρχεται από τον πολιτισμό, γιατί το συναντάμε σε ήθη και παραδόσεις που ποικίλουν και μετεξελίσσονται ανάλογα με την εποχή, τον τόπο, τους ανθρώπους. Κάτι που υποστηρίζει και ο Koster (2005), όταν αναφέρει πως στην πραγματικότητα τα παιχνίδια εξελίσσονται μαζί με εμάς για να ανταποκρίνονται καλύτερα στις ανάγκες μας.
Το παιχνίδι επιτρέπει στα παιδιά να αρχίσουν να αντιλαμβάνονται τον κόσμο και να προσδιορίζουν τη θέση τους μέσα σε αυτόν. Ενθαρρύνει την σκέψη και βοηθάει στην επίλυση πραγματικών προβλημάτων που τα παιδιά αντιμετωπίζουν, ενώ παράλληλα τους επιτρέπει να κοινωνικοποιηθούν και να επικοινωνήσουν μεταξύ τους. Αναπτύσσει τη συμβολική και νοηματική σκέψη καθώς συμβάλει στην εξέλιξη της γλωσσικής, της κοινωνικής, της συναισθηματικής, της φυσικής και της γνωστικής τους ικανότητας (Isenberg & Jalongo, 1993). Το παιχνίδι προσφέρει ένα ξεχωριστό και ουσιαστικό πλαίσιο περιβάλλοντος στο οποίο μπορεί να λειτουργήσει το παιδί. Σε αυτό το περιβάλλον μπορεί να εξασκήσει τις ικανότητές του με αυτονομία και χωρίς καταναγκασμό, να διαχειριστεί κοινωνικά προβλήματα και συγκρούσεις, ενώ του παρέχεται η δυνατότητα να αναπτύξει τη συντροφικότητά του με τα άλλα παιδιά.
Σύμφωνα με τον Vygotsky (1978), η κοινωνική αλληλεπίδραση κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού είναι μέρος της γνωστικής διαδικασίας. Η αλληλεπίδραση βοηθάει τα παιδιά να αναπτύξουν λογική σκέψη και να δημιουργήσουν νοηματικές έννοιες από τις εμπειρίες μέσα σε ένα πολιτιστικό και κοινωνικό πλαίσιο. Η κοινωνική αλληλεπίδραση, η φαντασίωση και ο συμβολικός μετασχηματισμός μέσα στο παιχνίδι οδηγούν στις υψηλότερες βαθμίδες τη γνωστική διαδικασία.
Το παιχνίδι κατέχει σημαντική θέση και στη συναισθηματική ανάπτυξη και εξέλιξη του παιδιού, αφού του προσφέρει τη δυνατότητα να εκπληρώσει τις επιθυμίες του και να κατανοήσει τα όρια της πραγματικότητας, του παρέχει τη δυνατότητα να κατανοήσει και να ρυθμίσει το συναισθηματικό του κόσμο, του επιτρέπει να μεταφέρει και να συζητήσει τις συναισθηματικές του εμπειρίες, να έρθει αντιμέτωπο με εσωτερικές συγκρούσεις και αγχωτικές καταστάσεις.
Ο Bruner (1972) σημειώνει ότι τα παιχνίδια υποστηρίζουν τη γνωστική εξέλιξη των παιδιών, καλλιεργώντας τη δημιουργικότητα και βοηθώντας στην επίλυση προβλημάτων. Ο Freud (1924) πρόταξε τη θεραπευτική αξία του παιχνιδιού προσδιορίζοντας μέσα από τη θεωρία του για το συμβολικό παιχνίδι ότι αποτελεί έκφραση του εγώ του παιδιού, μέσω του οποίου επαναλαμβάνει ανώδυνα παρελθούσες τραυματικές εμπειρίες επιτρέποντας στον εαυτό του να αισθανθεί κυρίαρχος του συμβάντος.
Την αναπτυξιακή σπουδαιότητα του παιχνιδιού υπογραμμίζει και ο Debesse (1970), τονίζοντας ιδιαίτερα τη συμβολή του παιχνιδιού στην ανάπτυξη των αισθήσεων, της δεξιοτεχνίας του χεριού και των λοιπών κινητικών ικανοτήτων, οι οποίες συμβάλλουν και στη γλωσσική ανάπτυξη. Σύμφωνα με τον Slavin (1998) το παιχνίδι προετοιμάζει τα παιδιά για τον κόσμο των ενηλίκων, έτσι η σημασία του είναι τεράστια αφού μέσα από το παιχνίδι το παιδί εξασκείται σε βασικές ικανότητες επιβίωσης όπως η διαπραγμάτευση και ο συμβιβασμός.
Για τον Huizinga (1955) το παιχνίδι είναι η ρίζα όλων των εκδηλώσεων του ανθρώπου (πολιτισμός, θρησκεία), ενώ για τον Caillois (1958), το παιχνίδι προέρχεται από τον πολιτισμό, γιατί το συναντάμε σε ήθη και παραδόσεις που ποικίλουν και μετεξελίσσονται ανάλογα με την εποχή, τον τόπο, τους ανθρώπους. Κάτι που υποστηρίζει και ο Koster (2005), όταν αναφέρει πως στην πραγματικότητα τα παιχνίδια εξελίσσονται μαζί με εμάς για να ανταποκρίνονται καλύτερα στις ανάγκες μας.
Το παιχνίδι επιτρέπει στα παιδιά να αρχίσουν να αντιλαμβάνονται τον κόσμο και να προσδιορίζουν τη θέση τους μέσα σε αυτόν. Ενθαρρύνει την σκέψη και βοηθάει στην επίλυση πραγματικών προβλημάτων που τα παιδιά αντιμετωπίζουν, ενώ παράλληλα τους επιτρέπει να κοινωνικοποιηθούν και να επικοινωνήσουν μεταξύ τους. Αναπτύσσει τη συμβολική και νοηματική σκέψη καθώς συμβάλει στην εξέλιξη της γλωσσικής, της κοινωνικής, της συναισθηματικής, της φυσικής και της γνωστικής τους ικανότητας (Isenberg & Jalongo, 1993). Το παιχνίδι προσφέρει ένα ξεχωριστό και ουσιαστικό πλαίσιο περιβάλλοντος στο οποίο μπορεί να λειτουργήσει το παιδί. Σε αυτό το περιβάλλον μπορεί να εξασκήσει τις ικανότητές του με αυτονομία και χωρίς καταναγκασμό, να διαχειριστεί κοινωνικά προβλήματα και συγκρούσεις, ενώ του παρέχεται η δυνατότητα να αναπτύξει τη συντροφικότητά του με τα άλλα παιδιά.
Σύμφωνα με τον Vygotsky (1978), η κοινωνική αλληλεπίδραση κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού είναι μέρος της γνωστικής διαδικασίας. Η αλληλεπίδραση βοηθάει τα παιδιά να αναπτύξουν λογική σκέψη και να δημιουργήσουν νοηματικές έννοιες από τις εμπειρίες μέσα σε ένα πολιτιστικό και κοινωνικό πλαίσιο. Η κοινωνική αλληλεπίδραση, η φαντασίωση και ο συμβολικός μετασχηματισμός μέσα στο παιχνίδι οδηγούν στις υψηλότερες βαθμίδες τη γνωστική διαδικασία.
Το παιχνίδι κατέχει σημαντική θέση και στη συναισθηματική ανάπτυξη και εξέλιξη του παιδιού, αφού του προσφέρει τη δυνατότητα να εκπληρώσει τις επιθυμίες του και να κατανοήσει τα όρια της πραγματικότητας, του παρέχει τη δυνατότητα να κατανοήσει και να ρυθμίσει το συναισθηματικό του κόσμο, του επιτρέπει να μεταφέρει και να συζητήσει τις συναισθηματικές του εμπειρίες, να έρθει αντιμέτωπο με εσωτερικές συγκρούσεις και αγχωτικές καταστάσεις.