H δυνατότητα των παιχνιδιών να δραστηριοποιήσουν τους μαθητές σε ένα αλληλεπιδραστικό περιβάλλον που επιτρέπει την ανάπτυξη δεξιοτήτων, τα καθιστά ιδιαίτερα σημαντικά για την εκπαίδευση. Αυτή η αναγνώριση των δυνατοτήτων των παιχνιδιών έχει οδηγήσει αρκετούς ερευνητές να εισηγηθούν την ένταξή τους στην εκπαιδευτική διαδικασία (Gros, 2003). Σύμφωνα με τον Klopfer (Klopfer et al, 2010), όσοι είναι υπέρμαχοι της αξιοποίησης παιχνιδιών στην εκπαίδευση συνήθως ξεκινούν από κοινές παραδοχές. Μέσα από συστηματικές παρατηρήσεις οδηγούνται στη διαπίστωση πως οι μαθητές που παίζουν παιχνίδια εκδηλώνουν συμπεριφορές όπως επιμονή, ανάληψη ρίσκων, προσοχή στις λεπτομέρειες και αναπτύσσουν δεξιότητες όπως η στρατηγική σκέψη και η επίλυση προβλήματος. Όλες αυτές οι συμπεριφορές αποτελούν βασικούς στόχους που θέλει να επιτύχει το σχολείο και βασικές δεξιότητες που θέλει να καλλιεργήσει.
Επίσης, κατανοούν πως τα περιβάλλοντα των παιχνιδιών επιτρέπουν στους παίκτες να μετέχουν ενεργά στην οικοδόμηση της δικής τους γνώσης, με το δικό τους ρυθμό και πως τα κατάλληλα σχεδιασμένα παιχνίδια επιτρέπουν στους παίκτες την πρόοδό τους στα πλαίσια του παιχνιδιού με τρόπο και με ρυθμό που ανταποκρίνεται στα προσωπικά ενδιαφέροντα και δεξιότητες, εμφανίζοντας παρόμοια χαρακτηριστικά με εκείνα της εξατομικευμένης και προσαρμοσμένης στο μαθητή διδασκαλίας, ενώ παράλληλα ενισχύουν τη συνεργασία και τη μάθηση σε πραγματικό χρόνο.
Επίσης, κατανοούν πως τα περιβάλλοντα των παιχνιδιών επιτρέπουν στους παίκτες να μετέχουν ενεργά στην οικοδόμηση της δικής τους γνώσης, με το δικό τους ρυθμό και πως τα κατάλληλα σχεδιασμένα παιχνίδια επιτρέπουν στους παίκτες την πρόοδό τους στα πλαίσια του παιχνιδιού με τρόπο και με ρυθμό που ανταποκρίνεται στα προσωπικά ενδιαφέροντα και δεξιότητες, εμφανίζοντας παρόμοια χαρακτηριστικά με εκείνα της εξατομικευμένης και προσαρμοσμένης στο μαθητή διδασκαλίας, ενώ παράλληλα ενισχύουν τη συνεργασία και τη μάθηση σε πραγματικό χρόνο.